ερυμνότης

ερυμνότης
ἐρυμνότης, ἡ (Α) [ερυμνός]
1. η σιγουριά, η ασφάλεια μιας θέσης ή ενός τόπου («ἐρυμνότης τῶν τειχών», Αριστοτ.)
2. φρ. «ἐρυμνότης τῶν Ἄλπεων» — δυσκολία κατά τη διάβαση τών ‘Αλπεων.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • ἐρυμνότης — strength fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυμνότητα — ἐρυμνότης strength fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυμνότητας — ἐρυμνότης strength fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυμνότητι — ἐρυμνότης strength fem dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἐρυμνότητος — ἐρυμνότης strength fem gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ԱՄՐՈՒԹԻՒՆ — ( ) NBH 1 0076 Chronological Sequence: Unknown date, Early classical, 6c, 8c, 10c, 11c, 12c գ. ὁχύρωμα, ἑρυμνότης, κρημνότης munitio, munimentum, firmitas Ամո՛ւր եւ անքոյթ գոլն. յապահովութիւն. պատսպարութիւն. հաստատութիւն, սերտութիւն. պնդութիւն.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”